λούτζα
Смотреть что такое "λούτζα" в других словарях:
λούτζα — η 1. κοινή ονομασία τού φυτού δίκταμνος, το δίκταμο 2. λούζα* … Dictionary of Greek
AER Balneorum — Graecis dictus est, qui ex aqua remittitur, pro ut est temperata, modo tepidus, modo calidus: ad quem calefaciebant se, quibus domi foci parandi non erat copia. Aristophanes. Εἰς τὸ Βαλανεῖον τζέκε, Ε᾿πεῖτ᾿ Ϛ᾿κεῖ κορυφαῖος ἑςτηζὼς ςθέρου Κᾀγὼ γὰρ … Hofmann J. Lexicon universale
λούζα — και λούτζα και λόζα, η 1. είδος αλλαντικού από χοιρινό φιλέτο 2. άδενδρη τοποθεσία σε δασώδη έκταση … Dictionary of Greek